ΑΠΟΦΑΣΗ 1923/2017 Μονομελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης (Τμήμα Β’)
Διεκδικητική αγωγή ακινήτου – Αναγνώριση κυριότητας ακινήτου λόγω αμφισβήτησης και παράνομης παρακράτησης αυτού από αντίδικο στενό συγγενή
«Κατά τη διάταξη του άρθρου 281 Α.Κ., η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Για να θεωρηθεί η άσκηση του δικαιώματος ως καταχρηστική, κατά τη διάταξη αυτή θα πρέπει η προφανής υπέρβαση των ορίων, που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος, να προκύπτει από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου ή από την πραγματική κατάσταση που δημιουργήθηκε ή τις περιστάσεις που μεσολάβησαν ή από άλλα περιστατικά, τα οποία, χωρίς κατά νόμο να εμποδίζουν την γένεση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή την άσκησή του, κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου. Όμως η αδράνεια του δικαιούχου για την άσκηση του δικαιώματος, καθώς και η καλόπιστη πεποίθηση του υπόχρεου ότι δεν υπάρχει το δικαίωμα ή ότι δεν πρόκειται αυτό να ασκηθεί κατ’ αυτού, έστω και αν αυτή δημιουργήθηκε από την αδράνεια του δικαιούχου, δεν αρκεί κατ’ αρχήν να καταστήσει καταχρηστική την άσκηση του δικαιώματος. Αν όμως η αδράνεια συνοδεύεται από ειδικές περιστάσεις που συνδέονται με προηγούμενη συμπεριφορά του δικαιούχου και ο ίδιος, μεταβάλλοντας τη στάση του, επιχειρεί εκ των υστέρων ανατροπή της κατάστασης που έχει ήδη διαμορφωθεί και παγιωθεί, με αποτέλεσμα να επέρχονται δυσμενείς για τα συμφέροντα του υπόχρεου επιπτώσεις, χωρίς να είναι απαραίτητο να προκαλούνταν αφόρητες ή δυσβάστακτες για τον ίδιο συνέπειες, τότε η άσκηση του δικαιώματος μπορεί να καταστεί μη ανεκτή κατά την καλή πίστη και τα χρηστά ήθη και συνεπώς καταχρηστική και απαγορευμένη (ΟλΑΠ 33/2005, ΟλΑΠ 7/2002, ΑΠ 645/2016, ΑΠ 813/2005 ΤΝΠ Νόμος).
Με τον πρώτο λόγο της έφεσης ο εναγόμενος και ήδη εκκαλών παραπονείται ότι εσφαλμένα το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε ως νομικά αβάσιμη την ένσταση καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος (άρθρο 281 ΑΚ) την οποία νομότυπα πρότεινε στο Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο. Ειδικότερα ισχυρίστηκε ότι η αγωγή με την οποία επιδιώκει η ενάγουσα – θυγατέρα του, την απόδοση του επίδικου διαμερίσματος, στο οποίο διαμένει, ασκείται καταχρηστικά, καθ’ υπέρβαση της καλής πίστης και των χρηστών ηθών, διότι η συμπεριφορά της, κατά τα προηγούμενα χρόνια είχε δημιουργήσει σε αυτόν την εύλογη πεποίθηση ότι δεν θα ασκήσει το επίδικο δικαίωμά της, ενώ τυχόν αποδοχή της κρινόμενης αγωγής θα επιφέρει δυσβάσταχτες συνέπειες για τον ίδιο, καθόσον είναι υπερήλικας, αντιμετωπίζει σοβαρά προβλήματα υγείας, δεν μπορεί να αντιμετωπίσει τις καθημερινές του ανάγκες και έχει απόλυτη ανάγκη από την φροντίδα και περιποίηση, την οποία παρέχει σε αυτόν η άλλη θυγατέρα του, η οποία διαμένει σε διαμέρισμα του πρώτου ορόφου της ίδιας οικοδομής, στην οποία βρίσκεται το επίδικο διαμέρισμα. Τα παραπάνω εκτιθέμενα από την εναγόμενο και ήδη εκκαλούντα πραγματικά περιστατικά, έστω και αληθή υποτιθέμενα, δε συνιστούν με την έννοια που προεκτέθηκε στη μείζονα σκέψη προφανή υπέρβαση των καθοριζόμενων στη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ ορίων και ως εκ τούτου δεν μπορούν να στηρίξουν την ένσταση του ιδίου ως άνω άρθρου. Ειδικότερα δεν αναφέρει ποια ήταν η προηγηθείσα συμπεριφορά της ενάγουσας – εφεσίβλητης εξαιτίας της οποίας διαμορφώθηκαν πραγματικές καταστάσεις ή μεσολάβησαν γεγονότα και περιστάσεις, με αποτέλεσμα να μην δικαιολογείται η άσκηση της διεκδικητικής αγωγής και να μην καθίσταται ανεκτή η άσκηση του αξιούμενου δικαιώματος κατά τις περί δικαίου ηθικές αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου. Μόνο τα επικαλούμενα γεγονότα ότι αντιμετωπίζει προβλήματα υγείας, λόγω της προχωρημένης ηλικίας του και έχει ανάγκη της φροντίδας και περιποίησης συγγενικών του προσώπων, δε συνιστούν κατάχρηση δικαιώματος. Το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο το οποίο με την εκκαλούμενη απόφαση έκρινε ομοίως και απέρριψε την ένσταση ως νομικά αβάσιμη, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε την προαναφερόμενη διάταξη του νόμου και πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος ο πρώτος λόγος της έφεσης […]