ΑΠΟΦΑΣΗ 866/2016 Ειρηνοδικείου Θεσσαλονίκης (Ειδική Διαδικασία)
Ακύρωση εκδοθείσας Διαταγής Πληρωμής του ανωτέρω Δικαστηρίου λόγω μη προσκόμισης από μέρους της αιτούσας Τράπεζας πλήρως ορισμένης ηλεκτρονικής κίνησης λογαριασμού, από την οποία να προκύπτουν αναλυτικά οι χρεώσεις των τόκων, το επιτόκιο και ο τρόπος υπολογισμού τους.
Κατά το άρθρο 2 παρ. 6 του Ν. 2251/1994, οι γενικοί όροι συναλλαγών (ΓΟΣ), δηλαδή οι όροι που έχουν διατυπωθεί εκ των προτέρων για απροσδιόριστο αριθμό μελλοντικών συμβάσεων, απαγορεύονται και είναι άκυροι, αν έχουν ως αποτέλεσμα τη διατάραξη της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων μερών εις βάρος του καταναλωτή. Ο καταχρηστικός χαρακτήρας τέτοιου γενικού όρου κρίνεται αφού ληφθούν υπόψη η φύση των αγαθών ή υπηρεσιών που αφορά η σύμβαση, το σύνολο των ειδικών συνθηκών κατά τη σύναψη της και όλες οι υπόλοιπες ρήτρες της σύμβασης ή άλλης σύμβασης, από την οποία εξαρτάται. Κατά την παρ. 7 του ιδίου πιο πάνω άρθρου, καταχρηστικοί, ενδεικτικά είναι οι ΓΟΣ, που μεταξύ άλλων επιφυλάσσουν στον προμηθευτή το δικαίωμα μονομερούς λύσης ή τροποποίησης της σύμβασης χωρίς ορισμένο ειδικό και σπουδαίο λόγο, (ια’) χωρίς σπουδαίο λόγο αφήνουν το τίμημα αόριστο και δεν επιτρέπουν τον προσδιορισμό του με κριτήρια ειδικά καθορισμένα στη σύμβαση και εύλογα για τον καταναλωτή, (κζ’) αναστρέφουν το βάρος απόδειξης σε βάρος του καταναλωτή ή περιορίζουν υπέρμετρα τα αποδεικτικά του μέσα, (λ’) επιβάλλουν στον καταναλωτή, σε περίπτωση μη εκπλήρωσης της παροχής του, υπέρμετρη οικονομική επιβάρυνση (ΑΠ 1401/1999, ΔΕΕ 2000. 192). Οι γενικοί όροι που εμπίπτουν στις πιο πάνω αναφερόμενες ενδεικτικά περιπτώσεις θεωρούνται, άνευ ετέρου, από το νόμο, ως καταχρηστικοί, χωρίς να χρειάζεται προς αυτούς και η συνδρομή των προϋποθέσεων της γενικής ρήτρας της παρ. 6 του άρθρου 2 του Ν. 2251/1994. [..] Οι ΓΟΣ τέλος, πρέπει, σύμφωνα με την αρχή της διαφάνειας, να παρουσιάζουν τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των μερών κατά τρόπο ορισμένο, ορθό και σαφή (ΕφΛαρ 298/2008, ΕπισκΕμπΔ 2008. 1062, ΕφΑθ 1558/2007, ΕλλΔνη 48. 902). Δικαιοπραξία που αντιβαίνει σε απαγορευτική διάταξη του νόμου (άρθρο 174 ΑΚ) είναι αυτή που συνάπτεται κατά παράβαση απαγορευτικού κανόνα δικαίου, όταν δηλαδή ο ίδιος ο κανόνας δικαίου θεσπίζει ως έννομη συνέπεια την ακυρότητα ή όταν θεσπίζεται απαγόρευση, με ταυτόχρονη αποδοκιμασία του περιεχομένου της δικαιοπραξίας κατά τον σκοπό του νόμου, ο οποίος (σκοπός) πληρούται με την ακυρότητα, ως έννομη συνέπεια της απαγόρευσης.
Από την ερμηνεία των όρων της σύμβασης, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 200 και 173 ΑΚ, κατά τις οποίες οι συμβάσεις ερμηνεύονται, όπως απαιτεί η καλή πίστη αφού ληφθούν υπόψη και τα συναλλακτικά ήθη (βλ. Γεωργιάδη – Σταθόπουλου, Ερμηνεία ΑΚ υπ’ άρθρο 200, αρ. 5, 14, 39), προκύπτει ότι τα έγγραφα της καθ’ ης (μηνιαίοι λογαριασμοί ή αποσπάσματα και φωτοαντίγραφα από τα εμπορικά βιβλία), για να αποτελούν πλήρη απόδειξη, πρέπει να περιέχουν και να αναφέρουν το ποσό των τόκων και το επιτόκιο, ήτοι χωριστά το ποσό των συμβατικών και το επιτόκιο υπολογισμού αυτών και χωριστά των τόκων υπερημερίας και το επιτόκιο υπολογισμού αυτών, ώστε να προκύπτουν αναλυτικά οι χρεώσεις και να μπορεί αυτές να ελεγχθούν για την ορθότητά τους από τον πελάτη. Ειδικά δε τα αποσπάσματα ή φωτοαντίγραφα από τα εμπορικά βιβλία για να έχουν αποδεικτική ισχύ, πρέπει να έχουν την πληρότητα περιεχομένου, που απαιτείται να έχουν και οι μηνιαίοι λογαριασμοί. Αυτονόητα, δε αν τα παραπάνω έγγραφα (μηνιαίοι λογαριασμοί ή αποσπάσματα κλπ) δεν περιέχουν κάποιο από τα παραπάνω στοιχεία, δεν συνιστούν ενημέρωση αλλά ούτε και έγγραφο απόδειξης (πλήρη απόδειξη) σύμφωνα με την παραπάνω σύμβαση, ώστε να μπορεί να εκδοθεί διαταγή πληρωμής, καθότι δεν πληρούνται οι όροι της μεταξύ των μερών συγκεκριμένης αποδεικτικής συμφωνίας. Εξάλλου επειδή η παραπάνω σύμβαση αποτελεί σύμβαση προσχώρησης με όρους εκ των προτέρων μονομερώς διατυπωμένους από την καθ’ ης η ανακοπή Τράπεζα, χωρίς περιθώρια ατομικής διαπραγμάτευσης από τον ανακόπτοντα πελάτη και ο σχετικός όρος αποτελεί ΓΟΣ, η παραπάνω ερμηνεία είναι σύμφωνη και με τον γενικό ερμηνευτικό κανόνα του άρθρου 2 παρ. 4 εδ. α’ του Ν. 2251/1994 κατά τον οποίο «στην ερμηνεία των γενικών όρων συναλλαγών λαμβάνεται υπόψη η ανάγκη προστασίας των καταναλωτών». […] Από την προσκομισθείσα ενώπιον του Ειρηνοδίκη επίσημη (ηλεκτρονική) κίνηση λογαριασμού της καθ’ ης, δεν προκύπτει με ακρίβεια και σαφήνεια ολόκληρη η κίνηση του λογαριασμού και ειδικότερα ουδόλως προκύπτει επί ποίου ποσού και με ποιο επιτόκιο υπολογίσθηκαν τόκοι με συνέπεια η ακυρότητα των επιμέρους κονδυλίων να επηρεάζει την αποδεικτικότητα με έγγραφα αλλά και το εκκαθαρισμένο του συνόλου της απαιτήσεως. Έτσι στην συγκεκριμένη περίπτωση, επειδή η καθ’ ης για την έκδοση της πληττόμενης διαταγής δεν προσκόμισε τα αντίγραφα των μηνιαίων λογαριασμών, στους οποίους να περιλαμβάνεται πλήρης αναλυτική περιγραφή αλλά την απλή ηλεκτρονική κίνηση του λογαριασμού, από την οποία δεν προκύπτουν αναλυτικά οι χρεώσεις των τόκων και το επιτόκιο και ο τρόπος υπολογισμού τους, εκτιμάται, ότι η τελευταία (ηλεκτρονική αποτύπωση) δεν μπορεί να αποτελέσει έγγραφο απόδειξης της απαίτησης και συνεπώς δεν μπορεί να θεωρηθεί, ότι ορθά εκδόθηκε η πληττόμενη διαταγή πληρωμής».