ΑΠΟΦΑΣΗ 64/2018 Ειρηνοδικείο Βασιλικών
(Διαδικασία Εκούσιας Δικαιοδοσίας) – Υπαγωγή αγρότη στις ευεργετικές διατάξεις του Ν. 3869/2010 – Απόρριψη ένστασης καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος – Απόρριψη ένστασης εμπορικότητας αιτούντος λόγω υποτιθέμενης κατ’ επάγγελμα παροχής εγγύησης σε δανειακές συμβάσεις πρωτοφειλέτη, με τον οποία διατηρεί συγγένεια εξ’ αίματος α’ βαθμού
«Οι εμπορικές πράξεις ορίζονται στα άρθρα 2 και 3 του β.δ. της 2/14-5-1835 περί αναρμοδιότητος των εμποροδικείων. Ειδικότερα η εγγύηση κατ’ αρχήν δεν είναι εμπορική πράξη αλλά αστική. Είναι όμως εμπορική, όταν ο εγγυητής παρέχει κατ’ επάγγελμα εγγυήσεις, με την επιδίωξη κέρδους (ΟλΑΠ 1513/1980, ΝοΒ 1981/109). Συγκεκριμένα, η εγγύηση προσδίδει την εμπορική ιδιότητα, όταν δίνεται από τον εγγυητή κατ’ εκμετάλλευση της πίστης που του παρέχει το όνομά του, ή η οικονομική του επιφάνεια, με την είσπραξη αμοιβής ή άλλης χρηματικής ωφέλειας, ή με οποιοδήποτε οικονομικό όφελος αντλεί από την παροχή της εγγύησης ανεξάρτητα από τον εμπορικό χαρακτήρα της κύριας οφειλής ή της εμπορικής ιδιότητας του εγγυητή (ΜΠρΘεσ. 17753/2012, ΧΡΗΔΙΚ2013/129), δηλαδή αντικειμενικά εμπορική πράξη κατ’ αναλογική εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 2 βδ 2/14-5-1835 «περί αρμοδιότητος εμποροδικείων», επειδή συντρέχουν τα προσδιοριστικά στοιχεία της εξ αντικειμένου εμπορικότητας, δηλαδή η διαμεσολάβηση στην παροχή πίστης με την ανάληψη του κινδύνου, προς τον σκοπό απόλαυσης οικονομικού οφέλους, ιδίως όταν η παροχή τέτοιων εγγυήσεων γίνεται κατά σύνηθες επάγγελμα (ΟλΑΠ 1513/1980, ΑΠ 1692/1998, ΕλλΔνη 1999/101, ΕφΘεσ. 1903/2003 Αρμ 2005/1056, ΠΠρΘ 4235/2005 ΕπισκΕΔ 2006/268). Η μεμονωμένη ή υπέρ ενός μόνο πρωτοφειλέτη παροχή εγγύησης, έστω και με την κτήση οφέλους, δεν προσδίδει το χαρακτηρισμό της κατ’ επάγγελμα εγγύησης (ΕιρΘεσ. 4766/2012, Νόμος), όπως επίσης η παροχής εγγύησης από λόγους οικογενειακής αλληλεγγύης ή ηθικού καθήκοντος, δεν προσδίδει στον εγγυητή την εμπορική ιδιότητα (ΕιρΧαν 393/2012).
Με την κρινόμενη αίτηση, ο αιτών, επικαλούμενος την έλλειψη πτωχευτικής ικανότητας και την περιέλευσή του σε μόνιμη αδυναμία πληρωμής των ληξιπρόθεσμων χρηματικών οφειλών του, ζητεί τη διευθέτησή τους από το δικαστήριο, κατά το προτεινόμενο από αυτόν σχέδιο, ώστε να επέλθει η μερική απαλλαγή του από κάθε τυχόν υφιστάμενο υπόλοιπο των χρεών του έναντι των πιστωτών του, που περιλαμβάνεται στην υποβληθείσα από αυτόν κατάσταση. […] Στο σημείο αυτό κρίνεται απορριπτέα ως μη νόμιμη η ένσταση περί καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος που προέβαλε η πληρεξούσια δικηγόρος της τρίτης καθ’ ης, επειδή ο αιτών, ακριβώς λόγω της αδυναμίας του να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις του από τη σύμβαση, προσφεύγει στις διατάξεις του παρόντος νόμου, ο οποίος με το καθιερούμενο πλαίσιο των διατάξεών του, θα καθορίσει τις προϋποθέσεις ρύθμισης των χρεών κα απαλλαγής απ’ αυτά του αιτούντος, με σκοπό να επαναφέρει την ισορροπία της παροχής μεταξύ αυτού και των πιστωτών του. Ασκεί λοιπόν, νόμιμο δικαίωμα που παρέχει ο νομοθέτης με τη θέσπιση των διατάξεων του Ν. 3869/2010, χωρίς η εν λόγω ενέργειά του με τα αναφερόμενα πραγματικά περιστατικά να συνιστά καταχρηστική άσκηση δικαιώματος, όπως ο νόμος ορίζει στη διάταξη του άρθρου 281 Α.Κ. Πρέπει λοιπόν να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα, μετά την καταβολή των νόμιμων τελών συζητήσεως, εφόσον δεν επιτεύχθηκε δικαστικός συμβιβασμός μεταξύ του αιτούντος και των καθ’ ων – πιστωτών. […]
Με βάση τα ανωτέρω συντρέχουν στο πρόσωπο του αιτούντος οι προϋποθέσεις για την υπαγωγή του στη ρύθμιση του Ν. 3869/2010. Η πληρεξούσια δικηγόρος της τρίτης καθ’ ης και της κυρίως παρεμβαίνουσας ισχυρίζεται ότι ο αιτών δεν δύναται να υπαχθεί στις διατάξεις του Ν. 3869/2010, για το λόγο ότι έχει πτωχευτική ικανότητα, καθότι προσέλαβε την ιδιότητα του εμπόρου με την υπογραφή δανειακών υποχρεώσεων ως εγγυητής. Τούτο, δε διότι υπέγραψε ως εγγυητής σε τέσσερις δανειακές συμβάσεις εκ των οποίων προσδοκούσε κέρδος. Όπως αναφέρθηκε στη μείζονα σκέψη της παρούσας, η σύμβαση της εγγύησης είναι καταρχήν αστική πράξη, ενώ προσλαμβάνει εμπορικό χαρακτήρα, όταν γίνεται κατά συνήθεια, κατ’ εκμετάλλευση της πίστης που παρέχει το όνομα και η περιουσία του εγγυητή, με άμεσο ή έμμεσο οικονομικό όφελος. Εν προκειμένω, ο αιτών υπέγραψε ως εγγυητής για τα αναφερόμενα στην αίτηση δάνεια, για να εξυπηρετήσει τον αδερφό του, ο οποίος ασκούσε εμπορική δραστηριότητα σε ακίνητο συνιδιοκτησίας τόσο του ιδίου όσο και του αιτούντα, προβαίνοντας από ηθικό καθήκον και χωρίς να αντλεί οικονομικό όφελος. Τούτο δε, διότι δεν αποδείχθηκε από τον σύνολο του αποδεικτικού υλικού, ούτε ότι ο αιτών συμμετείχε στην ανωτέρω δραστηριότητα του αδερφού του, καθότι ασκούσε άλλο επάγγελμα με άλλο αντικείμενο, ούτε ότι λάμβανε αμοιβή. Δεν αποδείχθηκε επίσης ότι ο αιτών εγγυήθηκε, εκμεταλλευόμενος την πίστη που παρέχει το όνομα και η οικονομική του επιφάνεια, απλώς το γεγονός ότι ο αιτών και ο αδερφός του είναι συγκύριοι εξ’ αδιαιρέτου σε ένα ακίνητο αποτέλεσε την εξασφάλιση των απαιτήσεων της τρίτης καθ’ ης. Επομένως απορριπτέα στην ουσία κρίνεται η ανωτέρω ένσταση».